Άυπνος ουρανός
Στις Καλέπορτες του Διδυμότειχου τραγουδούσε ο Τούρκος τον αμανέ για την όμορφη χήρα, τη Θεοδοσία. Μα εκείνη, ολάκερη ζωή, πρόσμενε τα παιδιά της κάθε φορά που σφύριζε το τρένο στο σταθμό._x000D_ τα δίδυμά της: Το Μυρσινάκι, το κορίτσι με τα μπλε μάτια, που πρώτη φορά την αγκάλιασε ο γιος του βαμβακέμπορου στο καράβι για την Αλεξάνδρεια· κι από τότε όλα γίναν εφιάλτης στη ζωή της. Την Ελπινίκη, που πότισε φαρμάκι τη γιαγιά Αναστασία για να βγάλει από τα σωθικά της τον θησαυρό της τσαρίνας. Μυστικό που κρύφτηκε καλά στο μπουλούκι της Κατίνας Μορς._x000D_ τον γιο της: Τον Δαμιανό, το ξανθό αγόρι, που χάρτινη βάρκα πήρε τα όνειρά του και τα ταξίδεψε σε θάλασσες έρωτα και προδοσίας. Κι όταν άραξε στους γκρίζους τοίχους της φυλακής, έγιναν πέτρινα ποιήματα να του θυμίζουν τη Βέρα, τη γυναίκα που τον τρέλανε και κάρφωσε μαχαίρι στην καρδιά της._x000D_ Πρόσωπα και καταστάσεις που έσπειραν και θέρισαν θύελλες, συναντώντας τη μοίρα τους. Από ’κεί και πέρα ο Θεός να βάλει το χέρι του…